αδελτιογράφητος

αδελτιογράφητος
-η, -ο
αυτός που δεν καταχωρίστηκε σε δελτίο, που δεν καταγράφηκε, ο μη αποδελτιωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητικό + δελτιογραφώ < δελτιογράφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδελτιογράφητος — η, ο αυτός που δε γράφτηκε σε δελτίο: Αρκετή από την ύλη που έπρεπε να δελτιογραφηθεί μένει αδελτιογράφητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”